δενδρύω

δενδρύω
δενδρύω (Α)
1. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό
2. ξεκουράζομαι κάτω από δένδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιτατικό αναδιπλασιασμένο τ. Στη γλώσσα τού Ησυχίου μαρτυρείται τ. δρύεται
«κρύπτεται». Η υπόθεση ότι το δρύεται απαντά αντί τού αμάρτυρου *νρύεται ενισχύει τη σύνδεση τού τ. δρύεται με μια ομάδα βαλτοσλαβικών λέξεων τής ίδιας σημασίας (πρβλ. λιθ. neriu, nerti «βουτώ», αρχ. σλαβ. vůnĭrq, -nrěti «μπαίνω μέσα»). Η άποψη ότι το δενδρύω συνδέεται με τον τ. δρυς οφείλεται σε παρετυμολογία (πρβλ. δενδρυάζω), ενώ η σχέση του με τα νηρίδας, Νηρεύς παραμένει αναπόδεικτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δενδρυάζω — (Α) 1. κρύβομαι ανάμεσα στα δένδρα τού δάσους 2. βυθίζομαι και μένω κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. τού δενδρύω που παρετυμολογικά συνδέθηκε από τους σχολιαστές με τη λ. δρυς «βαλανιδιά» (πρβλ. τις γλώσσες «δενδρυάζειν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”